- υψιγυιος
- ὑψίγυιοςὑψί-γυιος2высокоствольный
(ἄλσος Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἄλσος Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υψίγυιος — ον, Α (για άλσος) αυτός που έχει ψηλούς κορμούς και κλαδιά δένδρων («κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + γυιος (< γυῖον «μέλος»), πρβλ. εὔ γυιος] … Dictionary of Greek
ὑψίγυιον — ὑψίγυιος high stemmed masc/fem acc sg ὑψίγυιος high stemmed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψίγυια — ὑψίγυιος high stemmed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)